- διεθνολογία
- ηκλάδος της νομικής επιστήμης που μελετά το διεθνές δίκαιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διεθνολογία — η κλάδος τής νομικής επιστήμης που ασχολείται με το διεθνές δίκαιο και τα διεθνή ζητήματα … Dictionary of Greek
-λογία — (AM λογία) β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος ή από ρ. σε λογώ και ανάγονται στο ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «μιλώ», άρα και τού «ασχολούμαι με κάτι» (πρβλ. αερολογία, ευφυολογία, φιλολογία), είτε με … Dictionary of Greek
διεθνολόγος — ο, η αυτός που ασχολείται με τη διεθνολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
διεθνολόγος, ο — διεθνολόγος, ο, η ο επιστήμονας που ασχολείται με τη διεθνολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)